- αγεωμετρητος
- ἀγεωμέτρητοςἀ-γεωμέτρητος21) не относящийся к геометрии, негеометрический
(ἐρώτημα Arst.)
2) не знающий геометрии Arst.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ἐρώτημα Arst.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἀγεωμέτρητος — ignorant of geometry masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγεωμέτρητος — η, ο (Α ἀγεωμέτρητος, ον) [γεωμετρῶ] αυτός που δεν γνωρίζει γεωμετρία και, γενικά, μαθηματικά αρχ. 1. (για μαθημ. προβλήματα ή γεωμ. σχήματα) ο μη γεωμετρικός, ανώμαλος, ακανόνιστος 2. απαίδευτος, αμαθής «ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω», φρ.… … Dictionary of Greek
αγεωμέτρητος — η, ο αυτός που δεν ξέρει γεωμετρία, μαθηματικά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀγεωμετρήτως — ἀγεωμέτρητος ignorant of geometry adverbial ἀγεωμέτρητος ignorant of geometry masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγεωμέτρητον — ἀγεωμέτρητος ignorant of geometry masc/fem acc sg ἀγεωμέτρητος ignorant of geometry neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγεωμετρήτοις — ἀγεωμέτρητος ignorant of geometry masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγεωμετρήτου — ἀγεωμέτρητος ignorant of geometry masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγεωμετρήτους — ἀγεωμέτρητος ignorant of geometry masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγεωμετρήτων — ἀγεωμέτρητος ignorant of geometry masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγεωμέτρητα — ἀγεωμέτρητος ignorant of geometry neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγεωμέτρητοι — ἀγεωμέτρητος ignorant of geometry masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)